- ζυγάρχης
- ζυγάρχηςleader of a line of horsemenmasc nom sgζυγαρχέωleader of a line of horsemenimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζυγάρχης — ζυγάρχης, ὁ (Α) ο αρχηγός ενός ζυγού ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + αρχης (< άρχω), πρβλ. σταθμ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek
ζυγάρχην — ζυγάρχης leader of a line of horsemen masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγάρχου — ζυγάρχης leader of a line of horsemen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγαρχώ — ζυγαρχῶ, έω (Α) [ζυγάρχης] είμαι ζυγάρχης … Dictionary of Greek
ζυγαρχία — ζυγαρχία, ἡ (Α) [ζυγάρχης] απόσπασμα που αποτελούνταν από δύο άρματα … Dictionary of Greek